Η οικογενειακή σειρά ιδιοκτητών του ζυθοποιείου Schlenkerla μπορεί να ανιχνευτεί πίσω έως και το έτος 1405, για τα βραχώδη κελάρια του ζυθοποιείου Schlenkerla ακόμη περισσότερο στο παρελθόν. Σήμερα σερβίρει καπνιστή μπίρα από το ξύλινο βαρέλι στο ζυθεστιατόριο η 6η γενιά της οικογένειας Graser/Trum.
Ο Konrad Graser, η πρώτη γενιά της σημερινής οικογένειας ιδιοκτητών του Schlenkerla, ανέβηκε στο θρόνο του Γκαμπρίνους στην οδό Dominikanerstrasse το έτος 1866 ως ζυθοποιός στο ζυθοποιείο Heller. Ήτανε πριν για αρκετές δεκαετίες ζυθοποιός στο ζυθοποιείο Michealsberg (μοναστηριακό ζυθοποιείο μέχρι την λαϊκοποίησή του), το παλαιότερο ζυθοποιείο της Βαμβέργης με τεκμηριωμένα έγγραφα δικαιώματα ζυθοποίησης από το 1154.
To 1875 ανεβαίνει ο άντρας, που έδωσε στο Schlenkerla την ονομασία του, τον θρόνο του Γκαμπρίνους κάτω στο Sand (ονομάζεται έτσι όλη η περιοχή με τους δρόμους και τα σοκάκια της η σημερινή Παλαιά Πόλη της Βαμβέργης). Ο Andreas Graser, που ήτανε φημισμένος ως καλός ζυθοποιός και εστιάτορας είναι ο πρώτος Schlenkerla:
"επειδή κουνούσε τα χέρια του έντονα ενώ περπατούσε όλο ευτυχία, τον βαφτίσανε Schlenkerla από αλαζονεία και κοροϊδία",
λέει ένα χρονικό ρίμα της Βαμβέργης. Για μερικούς δεν έφτανε μόνο αυτή η εκδοχή αλλά προσθέσανε στα αίτια του ιδιότροπου περπατήματός του ένα βαρέλι που κατρακύλησε και χτύπησε στα πόδια τον καημένο Andreas και στηρίζουν εκεί την προέλευση του ονόματος. Ή ακόμη και από την παραπάνω κατανάλωση της μπίρας του. Πάντως τον φωνάζανε Schlenkerla - ρίζα είναι η φραγκική ιδιωματική τοπολαλιά, όπου "schlenkern" περιγράφει το ιδιότροπο περπάτημα, καθώς κουνιούνται χέρια και πόδια χαλαρά πέρα-δώθε, όπως κάποιος μεθυσμένος για παράδειγμα. Το "-la" στο τέλος είναι χαρακτηριστική υποκοριστική κατάληξη στη φραγκική διάλεκτο. Μετά από λίγο οι κάτοικοι απλά ονόμασαν και το ζυθεστιατόριο, που βρίσκονταν εκεί αιώνες, με το ίδιο παρατσούκλι. Αν και πλέον στις μέρες μας σερβίρει την μπίρα η έκτη γενιά Schlenkerla-ζυθοποιών, το όνομα παρέμεινε ίδιο.
Μετά τον πρόωρο ξαφνικό θάνατο του Andreas, συνέχισε ο υιός του Michael Graser τα δρώμενα του ζυθοποιείου. Καμία γενιά δεν επίδρασε, διαμόρφωσε και στιγμάτισε τόσο πολύ το Schlenkerla πριν ή μετά από αυτόν. Η ιστορική ατμόσφαιρα των παλαιών κτηρίων στο ζυθεστιατόριο στην οδό Dominikanerstrasse είναι κυρίως δική του πρωτοβουλία και δουλειά: Παλιά δωμάτια, όπως για παράδειγμα το Dominikanerklause από τον 14ο αιώνα αποκαταστάθηκαν περίτεχνα με πολύ κόπο. Οι παλιές χαλκογραφίες στον τοίχο συγκεντρώθηκαν σχεδόν αποκλειστικά από τον ίδιο. Στο Oberer Stephansberg μεγαλώνει τα ιστορικά κελάρια με τα γύρω γειτονικά κτίσματα και γίνεται η μετεγκατάσταση του υπόλοιπου ζυθοποιείου εκεί.
Ο Michael Graser αποβιώνει το 1943. Ο διάδοχός του είναι ο Jakob Trum, που είχε παντρευτεί το 1932 την κόρη του Elisabeth. Λόγω του πολέμου η Elisabeth τρέχει το Schlenkerla αρχικά μόνη της, αφού ο άντρας της ο Jakob υπηρετεί την υποχρεωτική θητεία του στο στρατό. Τα χρόνια στο τέλος και αμέσως μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο χαρακτηρίζονται από μεγάλες στερήσεις και ελλείψεις. Στο ζυθοποιείο με εντολή της ναζιστικής διοίκησης επιτρέπεται λόγω ελλείψεων σιτηρών μόνο η ζυθοποίηση της αποκαλούμενης "Dünnbier" (κυριολεκτικά "λεπτή μπίρα", εννοώντας το νερουλό σώμα). Αυτή η μπίρα είχε με σχεδόν 2% πλατό μονάχα το ένα τρίτο των σημερινών Leichtbier (ελαφριές μπίρες), με τις κανονικές να έχουν από 11% πλατό και πάνω. Άλλα σημάδια των ελλείψεων: Οι πρώτοι ισολογισμοί μετά τον πόλεμο ανέφεραν, μεταξύ άλλων, 5 σκούπες ξύλου ως πάγια στοιχεία και ο τζίρος ήταν περισσότερος από καπνό παρά από φαγητό. Μετά την νομισματική μεταρρύθμιση και την κυκλοφορία του D-Mark (γερμανικό μάρκο) το 1948, υπάρχει μια αργή αλλά σταθερή ανάπτυξη. Το ζυθοποιείο εκσυγχρονίζεται, η παλιά άμαξα για τις μπίρες αντικαθίσταται με ένα φορτηγό και η προσέλευση πελατών στο ζυθεστιατόριο μεγαλώνει ετησίως. Ως εκ τούτου ο Jakob Trum αγοράζει στη δεκαετία του 1960 από το βαυαρικό κράτος το Dominikanerklause που επινοικίαζε ήδη ο Michael Graser από την δεκαετία του 1920. Και το κτήριο "Haus unter den Störchen" που συνορεύει αλλά και το από πίσω κτήριο, το πρώην νοσηλευτικό κτήριο της μονής Δομινικανών, αγοράζονται επίσης. Ο Jakob δραστηριοποιείται επίσης σε εθελοντική βάση, μεταξύ άλλων στο Βιοτεχνικό Επιμελητήριο και στη βαυαρική γερουσία. Η Elisabeth συνεχίζει να δουλεύει στο ζυθεστιατόριο, γνωρίζει κάθε πελάτη και συνεπώς σχεδόν όλους τους κατοίκους της Βαμβέργης προσωπικά και είναι συνεπώς η ψυχή του Schlenkerla.
Μετάφραση: Valentin - Curious Bierkneipe / Athanasios Tympampas