Αν οι προηγούμενοι ιδιοκτήτες του σημερινού κτηρίου στην οδό Dominikanerstrasse 6 είχανε λιγότερη αυτοεκτίμηση και πρωτοβουλία, θα γνωρίζαμε σήμερα μονάχα λίγα πράγματα για το κτήριο του Schlenkerla. Επειδή όμως συνεχώς αλλάζανε και προσθέτανε στο κτήριο αλλά και στα ακίνητα, βρίσκονταν κυρίως και για αυτούς τους λόγους συχνά σε αντιπαράθεση με τους ευσεβείς γείτονές τους, τους κατοίκους του πανίσχυρου μοναστηριού των Δομινικανών. Οι εγγραφές στα αρχεία των δικαστικών υποθέσεων και οι εγγραφές στο κτηματολόγιο παρέχουν τις σημαντικότερες πληροφορίες για το πρώην κτήριο "zum blauen Löwen" ("Στο μπλε Λιοντάρι") που ανήκε στο "Unter den Störchen" ("Κάτω από τους Πελεκάνους").
Με την ιστορία του μοναστηριού, που ιδρύθηκε τον 14ο αιώνα, ξεκινάει και αυτή του κτηρίου του Schlenkerla.
Όταν στις αρχές του 14ου αιώνα κλήθηκαν δομινικανοί μοναχοί από τον επίσκοπο Wulfing von Stubenberg, σχηματίστηκε η οικοδομική πτέρυγα γύρω από την εκκλησία του μοναστηριού που χτίστηκε αργότερα ένα αυτοκρατορικό άσυλο για εγκληματίες, σε ιδιοκτησία της οικογένειας αρίστων Zollner vom Brand (Brand ονομαζότανε τότε ο σημερινός δρόμος Sandstrasse). Οι κάτοικοι αυτού του ασύλου είχανε προνόμια: δεν χρειαζόταν να πληρώσουν φόρους, που επίσης σημαίνει οτι μπορούσαν να ασκήσουν όποιο επάγγελμα ήθελαν χωρίς να πληρώσουν τις αντίστοιχες υποχρεώσεις.
Ενώ οι αρχικοί ιδιοκτήτες του κτηρίου του Schlenkerla του γένους Zollner ήταν δημογέροντες του δημοτικού δικαστηρίου ή μέλη του συμβουλίου, ανακαλύπτουμε σύντομα πως, όταν το 1405 το κτήριο "zum blauen Löwen" χωρίζεται οριστικά από το "Unter den Störchen" και ο Fritz Vernbach γίνεται περήφανος ιδιοκτήτης, έχουμε πιο κοντινά στην μπίρα επαγγέλματα όπως βαρελοποιός και οινοχόος.
Ένα έγγραφο του έτους 1485 μας πληροφορεί πως οι βαρελοποιοί ονομάτι Vogler συμφωνούν με τους γείτονές τους, οι ιδιοκτήτες του κτηρίου "Unter den Störchen", οτι τα νερά της βροχής της σκεπής των τελευταίων επιτρέπεται να πέσουν στην αυλή των πρώτων. Σύντομα, και τα οικονομικά των αδελφών Vogler φαίνεται να "πέφτουν καταή": το 1487 αναγκάζονται να βάλουν ενέχυρο το κτήριο με την αυλή, που βρίσκεται μεταξύ αυτό του Oswald Zollner και Hans Ulrich, για ένα δάνειο από τον κουνιάδο του αξίας 37 fl. (1 fl.: = περίπου 100 Ευρώ το 1500). Δυο χρόνια αργότερα βρέθηκαν πάλι σε οικονομικές δυσκολίες και παίρνουν από το Elisabethenspital (Νοσοκομείο "Ελισάβετ") με τόκο 3 fl. ένα δάνειο ύψους 60 fl.
Γύρω στο 1500 το επάγγελμα του Hefner (διαχειριστή μαγιάς) διακόπτει αυτό των βαρελοποιών, με ιδιοκτήτη τον Hans Steft. Από μια δικαστική απόφαση μαθαίνουμε οτι του επιτράπηκε να βάλει μεταξύ του κτηρίου του και το οικόπεδο του Oswald Zollner μια υδρορροή. Στη συνέχεια το 1538 μαθαίνουμε από τα έγγραφα οτι ο βαρελοποιός Asmus Schneider επωφελείται από την οικονομική δυσχέρεια των γειτόνων, στον οποίο το "μπροστά και πίσω κτήριο (της οικίας "Unter den Störchen") που συνορεύει στο μοναστήρι από την μία και στην οικία "zum blauen Löwen" από την άλλη μέχρι εκεί που συνορεύει στους κοινόχρηστους δρόμους" πωλείται "ολόκληρο χωρίς κάποια άλλη επιβάρυνση για 1200 fl. σε μετρητά".
Το 1551 πάλι αναφορά από τα δικαστήρια: ο Pankraz von Medensdorf μηνύει τον Asmus Schneider του "Zum blauen Löwen" για επιστροφή ενός δανείου ύψους 10 fl. Αν τα πήρε όντως δεν αναφέρεται.
Ταραγμένοι καιροί έρχονται: ο 30ετης Πόλεμος δεν περνάει χωρίς το στίγμα του από την Βαμβέργη και το Schlenkerla. Ο πολυάσχολος ράφτης Jakob Stengel αγοράζει το ημικατεστραμμένο κτήριο το 1649 από τον δήμαρχο και το δημοτικό συμβούλιο.
Το 1677 σχεδιάζει το μοναστήρι να αγοράσει την οικία "Unter den Störchen" για να "αποτελέσει ένα στολίδι της εκκλησίας και για στέγη σε περίπτωση επικίνδυνων ασθενειών". Τον χειμώνα του 77/78 η "οικία στα δεξιά της εισόδου της εκκλησίας, αριστερά του μάστορα Martin Bachalts, βαρελοποιός στο "Zum blauen Löwen", από πίσω της εισόδου του μοναστηριού με βλέμμα προς τον ποταμό Regnitz, από μπροστά οι κοινόχρηστοι δρόμοι, πωλείται ολόκληρη χωρίς κάποια άλλη επιβάρυνση για 1600 fl. στο μοναστήρι."
Υπάρχει αντιπαράθεση για το έτος γενεθλίων της 1000 χρονών Βαμβέργης και παρομοίως για τα γενέθλια του ζυθοποιείου Schlenkerla. Οι μεν βλέπουν τον οινοχόο Martin Bechalt ως πρώτο μαγαζάτορα ζυθεστιατορίου, οι δεν ψηφίζουν τον Jacob Schneider. Αιτία της διπλής πατρότητας είναι οι πηγές, οι οποίες για την χρονική περίοδο που δόθηκε για πρώτη φορά το δικαίωμα εξ ολοκλήρου ζυθοποίησης και σερβιρίσματος μπίρας εγγράφως στο "Zum blauen Löwen", αναφέρουν και τους δύο ως ιδιοκτήτες. Θα ήταν άσκοπη η προσπάθεια να διευθετήσουμε αυτή τη διαφορά, διότι στο κτήριο "Zum blauen Löwen" ζυθοποιούνταν και πίνονταν ήδη χρόνια πριν μπίρα. Το γεγονός οτι βαρελοποιοί δεν αρκούνταν μόνο στην κατασκευή βαρελιών αλλά και στην παρασκευή του νόστιμου περιεχομένου, αποδεικνύει το βιβλίο των όρκων και των καθηκόντων του τεχνίτη αυτού του επαγγέλματος από το έτος 1410 που συμπεριλαμβάνει την υποχρέωση "να τοποθετούνε πινακίδα όπου θα φαίνεται ξεκάθαρα όταν οι βαρελοποιοί σερβίρουν μπίρα, και υποχρεούνται με ειδικές οδηγίες να είναι επιμελής, πιστοί και υπάκουοι."
Οι ιστορικές πηγές από το 1680 είναι αραιές, ωστόσο μετά οι πληροφορίες ρέουν δυνατά όπως η σκούρα καφέ μπίρα από ένα φρεσκοκουμπομένο βαρέλι: το 1685, όταν εμφανίζεται ως ιδιοκτήτης του ζυθεστιατορίου ο Pankraz Kratzer, υπάρχει αντιπαράθεση με τους Δομινικανούς. Καταθέτει μήνυση κατά της μονής στο δικαστήριο της πόλης να εξαφανίσει "το φως που πέφτει σε αυτόν", δηλαδή να χτιστούνε τα παράθυρα στο μεσαίο και πάνω κλίτος του νέου μοναστηριακού κτηρίου, να αλλάξει η υδρορροή της σκεπής τους που ρίχνει τα νερά της βροχής στην αυλή του και να "εξαφανίσει την τρύπα φωτός ενός μυστικού θαλάμου στην μεριά του". Μετά από μια επί τόπου επίσκεψη το δικαστήριο αποφασίζει στις 10 Ιουλίου, οτι το μοναστήρι δεν έχει το δικαίωμα να βάλει παράθυρα στο κτίσμα του, οτι θα έπρεπε συνεπώς να κλείσει "την κενή τρύπα του μυστικού θαλάμου" και να χτιστεί, αλλά και ο μηνυτής έπρεπε από την άλλη να πάρει τα εργαλεία ζυθοποίησης όπως και να μεταφέρει την κοπριά της αυλής του, σύμφωνα με την παλιά παράδοση της πόλης, τουλάχιστον εφτά πόδια μακριά από τον τοίχο του μοναστηριού.
Το 1685 συνάπτουν συμφωνία οι μοναχοί με τον νέο ιδιοκτήτη Georg Zimmermann, ο γαμπρός του Kratzer, την τοποθέτηση υδρορροής δώδεκα ποδιών σε μήκος με έξοδα δικά του, "επειδή το ζυθοποιείο αράζει στους τοίχους του μοναστηριού", και οι μελλοντικές επισκευές αυτής εναλλάξ από τους γείτονες. Ως αποζημίωση του επιτράπηκε σε ανέγερση νέου κτίσματος στην αυλή του να κλείσει τα οχτώ παράθυρα του γειτονικού κτηρίου Lorber. Πάντως ήταν ή πολύ καλοπροαίρετος ή όχι αρκετά καλός επιχειρηματίας, διότι το 1714 γίνεται κατάσχεση και πλειστηριασμός: το κτήριο καθώς το δικαίωμα ζυθοποίησης και τα σχετικά εργαλεία-μηχανήματα πωλήθηκαν για 1500 fl με 800 fl. μετρητά και εφτά δόσεις των 100 fl. άνα έτος στον κλητήρα του St. Georgenviertels, τον Peter Hirsch.
Δεν απέχει πλέον πολύ η ώρα μέχρι η οικογένεια, που έως και σήμερα το ζυθοποιείο έχει το όνομά της, μπαίνει στην λίστα των ιδιοκτητών: στα μέσα του 18ου αιώνα το "Zum blauen Löwen" γίνεται το ζυθοποιείο ονομάτι "Hellerbräu". Την περίοδο αυτή, που αναλαμβάνει το οίκημα ο πρώτος Heller, o Johann Wolfgang, άνηκε ήδη στο ζυθοποιείο το "βραχώδη κελάρι ψηλά στο Kaulberg", τα οποία όλα ο υιός και συνεχιστής του Adam Heller πούλησε το 1771 για 1500 fl. στις αδελφές του. Συνεχίζει ο ζυθοποιός Josef Heller και μετά από την χήρα γυναίκα του Anna τελειώνει και η "κυριαρχία" των Heller.
To 1836 αποκτά ο ζυθοποιός Georg Roth το ζυθοποιείο, 25 χρόνια αργότερα βρίσκουμε να σερβίρει ο Johann Gerner, του οποίου πατέρας ήταν ιδιοκτήτης του τότε ζυθοποιείου Zehnder στην οδό Steinweg, και η χήρα γυναίκα τέλος πουλάει την ιδιοκτησία στον έως τότε με μίσθωση ιδιοκτήτη του ζυθοποιείου Bürgerspitalischen Brauerei στο Michaelberg, τον Konrad Graser. O πρόγονος των Graser, για τον οποίο ο ταμίας της πόλης επιβεβαιώνει οτι "κατάφερε την ηθική ανύψωση της επιχείρησης στο Michaelsberger με την εξαφάνιση διαφόρων αντιπαθητικών τύπων (πελατών)", μπορεί να θεωρηθεί ο πρόγονος και του Schlenkerla. Δημιούργησε την φήμη του ως επιχειρηματίας σε μια εποχή, που ένας Dr. Größe -ένας Πρώσος φυσικά- σημειώνει στις μελέτες του για την μπίρα οτι η κάποτε φημισμένη μπίρα της Βαμβέργης "είναι πλέον μόνο μέτρια", όχι μόνο ανεβάζοντας τον πήχη της ποιότητας της μπίρας αλλά και χάρη στην πρωτοβουλία του απολαμβάνουν οι μπιροπότες της Βαμβέργης την σκιά που χαρίζουν τα δέντρα που φύτεψε στο Michaelsberg.
To 1875 ανεβαίνει ο άντρας, που έδωσε στο Schlenkerla την ονομασία του, τον θρόνο του Γκαμπρίνους κάτω στο Sand (ονομάζεται έτσι όλη η περιοχή με τους δρόμους και τα σοκάκια της η σημερινή Παλαιά Πόλη της Βαμβέργης). Ο Andreas Graser, που ήτανε φημισμένος ως καλός ζυθοποιός και εστιάτορας είναι ο πρώτος Schlenkerla:
"επειδή κουνούσε τα χέρια του έντονα ενώ περπατούσε όλο ευτυχία, τον βαφτίσανε Schlenkerla από αλαζονεία και κοροϊδία",
λέει ένα χρονικό ρίμα της Βαμβέργης. Για μερικούς δεν έφτανε μόνο αυτή η εκδοχή αλλά προσθέσανε στα αίτια του ιδιότροπου περπατήματός του ένα βαρέλι που κατρακύλησε και χτύπησε στα πόδια τον καημένο Andreas και στηρίζουν εκεί την προέλευση του ονόματος. Ή ακόμη και από την παραπάνω κατανάλωση της μπίρας του.
Το 1907 αναλαμβάνει την κληρονομιά από τον πατέρα του ο Michael Graser. Όπως λέει και το ρητό της Βαμβέργης "Όποιος μπίρα καλή βράζει, το μαγαζί του από κόσμο δεν θα αδειάζει" και σύντομα δεν φτάνει ο χώρος του κτηρίου: το 1926 μισθώνει από το βαυαρικό κράτος, που είχε από την λαϊκοποίηση και έπειτα το μοναστήρι υπό την ιδιοκτησία του, για 99 έτη το συνορευόμενο στο οίκημά του Dominikanerklause (Δομινικανό Eρημητήριο), πιθανώς το παλαιότερο τμήμα του μοναστηριού, ένας πρώιμος γοτθικός τοξωτός θόλος με θαυμάσιες πέτρινες κολώνες. Ο χώρος αυτός είχε χρησιμοποιηθεί ξανά από το ζυθοποιείο Heller για σερβίρισμα μετά την λαϊκοποίηση, αλλά έπρεπε να δοθεί πάλι πίσω για σκοπούς της στρατιωτικής διοίκησης. Οι ιστορικές ζωγραφιές τοίχου στην θολωτή οροφή αποκαταστάθηκαν με μεγάλο κόπο κατά την ανακαίνιση από τον συντηρητή του Γερμανικού Μουσείου της Νιρεμβέργης. Ένα ρητό στον τοίχο του ερημητηρίου συνοψίζει την ιστορία αυτού του δωματίου:
Ο επίσκοπος Wulf με είχε φτιάξει κάποτε
Και αιώνες τον Θεό υπηρετούσα πάντοτε
Μέχρι που με πήραν εξουσίας χέρια κρατικά
Και στον Heller με επινοικίασε αρχικά
Αλλά στη συνέχεια με διέταξε στον στρατό
Τέτοια μοίρα πού να φανταστώ
Τώρα επιτέλους είμαι ελεύθερο και πάλι
Και στις υπηρεσίες του ζυθοποιείου με έχουν βάλει
Φτιαγμένοι σαν καινούργιοι οι παλιοί μου τοίχοι
Γεμάτο γαλήνη και τύχη
Ο Θεός το σπίτι αυτό ευλογία να χαρίζει
Και το Δομινικανό Eρημητήριο προστασία να κατακλύζει
Το 1943 -δεν αποτελεί έκπληξη, είναι περίοδος πολέμου- το Schlenkerla βρίσκεται σε απαλά γυναικεία χέρια. Η χήρα του Michael Graser, η Margareta Trum, και η κόρη της Elisabeth Trum φροντίζουν για την ευημερία των πελατών τους. Σύντομα όμως η περίοδος απουσίας ενός άντρα τελειώνει και η Elisabeth Trum με τον άντρα της Jacob αγοράζουν το 1960 τους έως τότε μισθωμένους χώρους του πρώην οικήματος Lorber με τους από πάνω ορόφους και τα ενσωματώνουν πλέον εντελώς στο κτήριο Schlenkerla.
Το 1967 αποχωρούνε οι Elisabeth και Jacob Trum από την συναρπαστική ζωή του επιχειρείν Schlenkerla και παραδίδουν τα ηνία του ζυθεστιατορίου στον υιό τους German Trum.
[Γενεαλογική σειρά οικογενειών του ζυθοποιείου Schlenkerla] [Χρονικά κτηρίου ως ζυθοποιείου]
Αυτό το κείμενο είναι ένα απόσπασμα και μεταφρασμένο από την αρχική γερμανική έκδοση του Schlenkerla Hauschronik (Χρονικά του κτηρίου Schlenkerla), που εκδόθηκε με αφορμή τα 300 χρόνια της ζυθοποιίας το 1978. Οι εικονογραφίες ζωγραφίστηκαν από τον Hans Liska για το βιβλίο αυτό.
Μετάφραση: Valentin - Curious Bierkneipe / Athanasios Tympampas